- πάν-θηκτος
πάν-θηκτος, sehr geschärft, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-θηκτος, sehr geschärft, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνθηκτος — ον, Μ (για ξίφος) ο πολύ οξύς, πάρα πολύ ακονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. νεό θηκτος] … Dictionary of Greek