πάν-θηρος

πάν-θηρος

πάν-θηρος, Alles jagend, fangend, Sp.; als v. l. für ἀνϑηρόν Ar. Ran. 352; τὸ πάνϑηρον δίκτυον, das große Fangnetz, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύθηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα 2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.) 3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θηρος (< …   Dictionary of Greek

  • πάνθηρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει όλα τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηρος (< θήρ «θηρίο»), πρβλ. πολύ θηρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”