- πάν-ολβος
πάν-ολβος, = Vorigem, Aesch. Suppl. 577. – Unregelmäßiger superl. πανόλβιστος, Orac. Sib., was nicht von ὀλβιστός abzuleiten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-ολβος, = Vorigem, Aesch. Suppl. 577. – Unregelmäßiger superl. πανόλβιστος, Orac. Sib., was nicht von ὀλβιστός abzuleiten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνολβος — ον, Α πανόλβιος*, πανευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβος «ευμάρεια, ευδαιμονία» (πρβλ. πολύ ολβος)] … Dictionary of Greek
πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που … Dictionary of Greek