- πάν-αιθος
πάν-αιθος, η, ον, ganz glänzend, funkelnd, παναίϑῃσι κορύϑεσσι, Il. 14, 372.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-αιθος, η, ον, ganz glänzend, funkelnd, παναίϑῃσι κορύϑεσσι, Il. 14, 372.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πύραιθοι — οἱ, Α οι Πέρσες που λάτρευαν τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αιθος (< αἶθος < αἴθω «ανάβω, καίω»), πρβλ. πάν αιθος] … Dictionary of Greek
πάναιθος — πάναιθος, αίθη, ον (Α) πάρα πολύ λαμπρός και στιλπνός, ολόλαμπρος, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἶθος»καύμα»] … Dictionary of Greek