- πάμ-μακαρ
πάμ-μακαρ, αρος, ganz selig. Orph. 18, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάμ-μακαρ, αρος, ganz selig. Orph. 18, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμάκαρ — αρος, ό, ἡ, Μ ο πολύ μακάριος, πολύ ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μάκαρ, αρος, «ευτυχής» (πρβλ. παμ μάκαρ)] … Dictionary of Greek