πάν-αγνος

πάν-αγνος

πάν-αγνος, ganz keusch, rein, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάναγνος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ πάναγνος, ον) πάρα πολύ αγνός, αγνότατος το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος προσωνυμία τής Θεοτόκου. επίρρ... πανάγνως (Α) με πάναγνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγνός] …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • πανάγνεια — πανάγνεια, ἡ (Μ) τέλεια αγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγνεία (< ἁγνεύω < ἁγνός)] …   Dictionary of Greek

  • πανευαγής — ές, Α εξαιρετικά ευαγής, ιερότατος, αγνότατος, αμίαντος («αἱ πανευαγεῑς ἐκκλησίαι», Δίον. Αρεοπ.). επίρρ... πανευαγώς (Μ) με τρόπο πολύ ευαγή, ιερότατα, αγνότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐαγής «αγνός, αμίαντος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”