πλώτης

πλώτης

πλώτης, , 1) der Schiffer, Schiffende. – 2) der Schwimmer (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλωτής — oῡ, ὁ, Α [πλώω] πλωτήρας …   Dictionary of Greek

  • πλωτῆς — πλωτός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ντόρτμουντ — (Dortmund). Πόλη (587.600 κάτ. το 2003) της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας. Βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Λίπι και Ρουρ, στην κεντρική ζώνη της ανθρακοφόρας λεκάνης του Ρουρ, στο νότιο άκρο της διώρυγας Ν. Εμς,… …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • σέρφινγκ — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) 1. κυματοδρομία, είδος θαλάσσιου αθλήματος που συνίσταται στην ισορροπία και πλεύση τού αθλητή πάνω σε ειδική σανίδα από ξύλο ή πλαστικό στην κορυφή τών κυμάτων 2. είδος πλωτής σανίδας που χρησιμοποιείται για το παραπάνω… …   Dictionary of Greek

  • Ανόβερο — (Hannover). Πόλη (516.800 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στον ποταμό Λάινε που εκβάλλει στον Άλερ, παραπόταμο του Βέζερ, σε υψόμετρο 55 μ. Παρότι ανοικοδομήθηκε με σύγχρονο ρυθμό… …   Dictionary of Greek

  • Αστραχάν — (Astrakhan).Πόλη (488.300 κάτ. το 2002) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (44.100 τ. χλμ., 1.018.300 κάτ. το 2002). Την ίδρυσαν οι Τάταροι τον 13o αι. στη δεξιά όχθη του κυριότερου κλάδου του δέλτα του Βόλγα σε απόσταση περίπου 10 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκελσενκίρχεν — (Gelsenkirchen).Πόλη (278.000 κάτ. το 2002) της Γερμανίας στην περιοχή της Βεστφαλίας. Είναι χτισμένη στις όχθες της πλωτής διώρυγας Χέρνε Ρένο. Η ανάπτυξή της άρχισε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., με τη συνένωση πολλών αστικών κέντρων. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • Πίρι, Ρόμπερτ Έντουιν — (Peary, Κρέσον, Πενσυλβανία 1856 – Ουάσινγκτον 1920). Αμερικανός εξερευνητής. Αφού σπούδασε ναυπηγός, εργάστηκε το 1881 στο σχεδιασμό μιας πλωτής διώρυγας που μελετούσαν να κατασκευάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από τις ατλαντικές ακτές μέχρι τις… …   Dictionary of Greek

  • Σαξονία, Κάτω — (Niedersachsen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο βόρειο τμήμα της. Έχει έκταση 47 349 τ. χλμ. και πληθυσμό 7 283 795 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Ανόβερο. Βρέχεται προς τα ΒΔ από τη Βόρεια θάλασσα, κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”