- πλᾱτίον
πλᾱτίον, adv., dor. statt πλησίον; Theocr. 5, 28; Ep. ad. 365 (Plan. 249).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλᾱτίον, adv., dor. statt πλησίον; Theocr. 5, 28; Ep. ad. 365 (Plan. 249).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατίον — Α (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. πλησίον … Dictionary of Greek
πλατίον — πλᾱτίον , πλησίος doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατιωχέτας — ὁ, Α ο γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πλατιο εχέτας (< πλατίον, δωρ. τ. τού πλησίον + ἔχω), με συναίρεση τών οε , πρβλ. ομ ωχέτας] … Dictionary of Greek
πλησίον — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατίον επίρρ. 1. κοντά σε μικρή απόσταση (α. «συνεχώς βρίσκεται πλησίον του» β. «τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι πλησίον ἐκείνων», η ρόδ.) 2. (το αρσ. με άρθρ. ως ουσ.) ὁ πλησίον εκκλ. κάθε άνθρωπος σε σχέση με τον άλλο, συνάνθρωπος… … Dictionary of Greek