- πλώτωρ
πλώτωρ, ορος, ὁ, = πλωτήρ, poet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλώτωρ, ορος, ὁ, = πλωτήρ, poet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλώτωρ — ορος, ὁ, Α πλωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα τωρ (πρβλ. βώ τωρ)] … Dictionary of Greek
πλώω — Α ιων. τ. πλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< *πλώ[F]ω) ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *pleu τού ρ. πλέω* (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με… … Dictionary of Greek