- πλώσιμος
πλώσιμος, = πλώϊμος; Soph. O. C. 669; Diogen. 6, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλώσιμος, = πλώϊμος; Soph. O. C. 669; Diogen. 6, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλώσιμος — ον, Α αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσει, πλεύσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωσ τού πλώω (πρβλ. πλώσομαι) + κατάλ. ιμος (πρβλ. πλεύσιμος)] … Dictionary of Greek
πλώσιμον — πλώσιμος navigable masc/fem acc sg πλώσιμος navigable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλώω — Α ιων. τ. πλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< *πλώ[F]ω) ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *pleu τού ρ. πλέω* (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με… … Dictionary of Greek