- πλοΐζω
πλοΐζω, πλοΐζομαι, = πλωΐζω, im med. am gebräuchlichsten, jedoch nur bei Sp., u. schwerlich vor Polyb., der es oft hat, vgl. 5, 88, 7; s. Lob. Phryn. p. 614 ff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλοΐζω, πλοΐζομαι, = πλωΐζω, im med. am gebräuchlichsten, jedoch nur bei Sp., u. schwerlich vor Polyb., der es oft hat, vgl. 5, 88, 7; s. Lob. Phryn. p. 614 ff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλοΐζω — Α πλωΐζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς. Το ρ. αντικατέστησε το αρχαιότερο πλωΐζω*] … Dictionary of Greek
πλωΐζω — ΜΑ 1. πλέω 2. ταξιδεύω διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω τού πλώω* «πλέω» + κατάλ. ίζω (πρβλ. πλοΐζω). Ο μυκην. τ. porowito, αν αποδίδει τη λ. *πλωFιστος, έχει παραχθεί από το ρ. πλωΐζω και δήλωνε έναν μήνα τού χρόνου κατάλληλο για απόπλου] … Dictionary of Greek