πολῖτις

πολῖτις

πολῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu πολίτης, Bürgerinn, Mitbürgerinn; Soph. El. 1218; Eur. El. 1336; Plat. Legg. VII, 814 c; Is. 8, 43; Dem. u. Sp. – Auch Ἀϑηνᾶ, Din. 1, 64, wie πολιάς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολῖτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτις — η / πολῖτις, ίτιδος, ΝΜΑ, πολίτισσα, ΝΜ βλ. πολίτης …   Dictionary of Greek

  • πολιτίδων — πόλιτις fem gen pl πολῑτίδων , πολῖτις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτιδα — πόλιτις fem acc sg πολί̱τιδα , πολῖτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτιδας — πόλιτις fem acc pl πολί̱τιδας , πολῖτις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτιδες — πόλιτις fem nom/voc pl πολί̱τιδες , πολῖτις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτιδι — πόλιτις fem dat sg πολί̱τιδι , πολῖτις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτιδος — πόλιτις fem gen sg πολί̱τιδος , πολῖτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολῖτιν — πολῖτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • Πολιάς — Λεγόταν και Πολιάτις και Πολίτις. Προσωνυμία της προστάτισσας θεάς μιας πόλης, και ιδιαίτερα της Αθηνάς που τη θεωρούσαν προστάτιδα των ακροπόλεων. * * * άδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αθηνάς) η προστάτιδα τής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + επίθημα άς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”