- πολῑτίζω
πολῑτίζω, = πολιτεύω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολῑτίζω, = πολιτεύω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιτίζω — Ν 1. μεταδίδω σε κάποιον τον πολιτισμό, εκπολιτίζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πολιτισμένος, η, ο α) ο προηγμένος στον πολιτισμό («οι πολιτισμένοι λαοί») β) αυτός που έχει καλούς τρόπους και φιλελεύθερες αντιλήψεις, ο προηγμένος κοινωνικά 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
πολιτισμένος — η, ο, Ν βλ. πολιτίζω … Dictionary of Greek