- πηλώεις
πηλώεις, poet. statt. πηλώδης; Opp. Hal. 4, 520; Nonn. D. 2, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλώεις, poet. statt. πηλώδης; Opp. Hal. 4, 520; Nonn. D. 2, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλώεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλώεις — εσσα, εν, Α πηλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. όεις* με ω για μετρικούς λόγους πιθ. κατά το εὐρώεις] … Dictionary of Greek
πηλώεντες — πηλώεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλώεντι — πηλώεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)