ποθήτωρ — ορος, ὁ Α αυτός που ποθεί, που έχει σφοδρή επιθυμία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. νική τωρ, πορθή τωρ)] … Dictionary of Greek
ποθήτορας — ποθήτωρ one who longs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)