- πηλ-ώδης
πηλ-ώδης, ες, thon- od. lehmartig, kothig; Thuc. 6, 101; καὶ ϑολερός, Plat. Phaed. 113 b; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλ-ώδης, ες, thon- od. lehmartig, kothig; Thuc. 6, 101; καὶ ϑολερός, Plat. Phaed. 113 b; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομμιώδης — και κομμεώδης ες (Α κομμιώδης, ώδες) 1. αυτός που περιέχει κόμμι 2. αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. ώδης (πρβλ. κολλ ώδης, πηλ ώδης)] … Dictionary of Greek