- πολεμίστρια
πολεμίστρια, ἡ, fem. von πολεμιστήρ, Kriegerinn, Aesch. Gh. 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμίστρια, ἡ, fem. von πολεμιστήρ, Kriegerinn, Aesch. Gh. 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμίστρια — η, ΝΑ βλ. πολεμιστής … Dictionary of Greek
πολεμιστής — ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, ίδος, Μ [πολεμίζω] αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής αρχ. φρ. «πολεμιστὴς ἵππος» i) πολεμικός ίππος ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek