- πολεμό-φρων
πολεμό-φρων, ον, kriegerisch gesinnt, Schol. Od. 1, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμό-φρων, ον, kriegerisch gesinnt, Schol. Od. 1, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρμόφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάων μεγάλως ὠφελῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό φρων, τυραννό φρων] … Dictionary of Greek
ονειρόφρων — ὀνειρόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που καταλαβαίνει και ερμηνεύει τα όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. πολεμό φρων] … Dictionary of Greek
χοόφρων — ον, Α αυτός που σκέπτεται τα γήινα πράγματα, τα εγκόσμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (II) «χώμα» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό φρων] … Dictionary of Greek