- ποθινός
ποθινός, poet. = ποϑεινός, M. Argent. 32 (VII, 403); vgl. Jac. A. P. p. 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποθινός, poet. = ποϑεινός, M. Argent. 32 (VII, 403); vgl. Jac. A. P. p. 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποθινός — ή, ό / ποθινός, ή, όν, ΝΑ βλ. ποθεινός … Dictionary of Greek
ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
ποθινάς — ποθινά̱ς , ποθινός full of longing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)