- πολύ-θηρος
πολύ-θηρος, viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυϑηρότατον νάπος, Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-θηρος, viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυϑηρότατον νάπος, Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύθηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα 2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.) 3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θηρος (< … Dictionary of Greek
λεξίθηρος — λεξίθηρος, ον (Α) αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα τού λόγου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β συνθετικό θηρος (πρβλ. πολύ θηρος, φιλό… … Dictionary of Greek
τετράθηρος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερα ζώα («τετράθηρον ἅρμα τῶν εὐαγγελίων» οι τέσσερεις ευαγγελιστές, Ιωάνν. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύ θηρος] … Dictionary of Greek
νεόθηρος — νεόθηρος, ον (Α) 1. νεοθήρευτος* 2. αυτός που προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηρος (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ θηρος] … Dictionary of Greek
ομόθηρος — ὁμόθηρος, ον (Α) αυτός που θηρεύει, που κυνηγά μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θηρος (< θήρ «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύ θηρος] … Dictionary of Greek
πάνθηρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει όλα τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηρος (< θήρ «θηρίο»), πρβλ. πολύ θηρος] … Dictionary of Greek