- πολύ-θουρος
πολύ-θουρος, viel od. oft bespringend, geil, πόσιος ἐρωή, Opp. Cyn. 3, 516.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-θουρος, viel od. oft bespringend, geil, πόσιος ἐρωή, Opp. Cyn. 3, 516.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύθουρος — ον, Α (για ζώο) αυτό που οχεύει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θοῦρος* «ορμητικός, επιθετικός» (< θρώσκω), πρβλ. αεί θουρος] … Dictionary of Greek