πολύ-λοπος

πολύ-λοπος

πολύ-λοπος, mit vielen Schaalen, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύλοπος — ον, Α (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς λοπούς, πολλές φλούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λοπός «φλούδα» (πρβλ. μονό λοπος)] …   Dictionary of Greek

  • αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”