πολύ-λαλος

πολύ-λαλος

πολύ-λαλος, viel redend, Sp., wie Schol. Soph. Ant. 330.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάλος — ο (AM λάλος, ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, ά, όν και λαλόεις, εσσα, εν) 1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.) 2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο… …   Dictionary of Greek

  • πολύλαλος — η, ο / πολύλαλος, ον, ΝΑ πολυλογάς, φλύαρος («οὐ πολύλαλος, ἀλλά πολύνους», Πλωτίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λάλος «φλύαρος» (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος) …   Dictionary of Greek

  • ορθρολάλος — ὀρθρολάλος, ον (Α) (για το χελιδόνι) αυτός που λαλεί πολύ πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + λαλος (< λαλῶ), πρβλ. οξυ λάλος] …   Dictionary of Greek

  • λαλίστατος — η, ο (AM λαλίστατος, άτη, ον) πολύ ομιλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού λάλος, σχηματισμένος με επίθημα ίστατος (πρβλ. κλεπτ ίστατος)] …   Dictionary of Greek

  • περίλαλος — ον, Α [περιλαλώ] ο υπερβολικά λάλος, πολύ φλύαρος, πολυλογάς …   Dictionary of Greek

  • τανύγλωσσος — ον, Α 1. αυτός που έχει τεντωμένη και μακριά γλώσσα 2. φλύαρος, λάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς βλ. λ. τείνω) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πολύ γλωσσος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”