- πολύ-θυρος
πολύ-θυρος, mit vielen Thüren od. Fenstern, αὐλή, Plut. de fortuna g. E.; – übh. mit vielen Oeffnungen, τριβώνιον, Luc. D. Mort. 1, 2. S. auch πολύϑροος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-θυρος, mit vielen Thüren od. Fenstern, αὐλή, Plut. de fortuna g. E.; – übh. mit vielen Oeffnungen, τριβώνιον, Luc. D. Mort. 1, 2. S. auch πολύϑροος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύθυρος — η, ο / πολύθυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές θύρες ή πολλά παράθυρα («πολυθύρους αὐλάς», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει πολλές τρύπες («γέρων φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει πολλά ελάσματα ή φύλλα («δέλτου μὲν… … Dictionary of Greek