- πολύ-λυπος
πολύ-λυπος, trauerreich, Schol. Eur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-λυπος, trauerreich, Schol. Eur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύλυπος — ον, Α αυτός που έχει πολλές λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ λυπος] … Dictionary of Greek
κατάλυπος — (I) η, ο πολύ λυπημένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ λυπος, περί λυπος]. (II) κατάλυπος, ον (Α) (βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος] … Dictionary of Greek