- πολύ-οσμος
πολύ-οσμος, att. statt πολύοδμος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-οσμος, att. statt πολύοδμος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύοσμος — και πολύοδμος, ον, Α αυτός που αναδίδει πολλές οσμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οσμος (< ὀσμή / ὀδμή), πρβλ. κάκ οσμος] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek