πολύ-θροος

πολύ-θροος

πολύ-θροος, zsgzgn πολύϑρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v. l. πολύϑυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 (App. 109).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόθρους — μεγαλόθρους, ουν (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θρόος (αττ. τ. θροῦς < θρέομαι), πρβλ. αλλό θρους, οιωνό θρους] …   Dictionary of Greek

  • ποικολόθρους — ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει ή παράγει ποικίλο θρόισμα («πτερὰ ποικιλοθρόων οἰωνῶν», Λυρ. Αδέσπ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρόος (θροῦς «θόρυβος» (πρβλ. πολύ θρους)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόθρους — ουν, και πρωτόθροος, οον, Μ αυτός που μίλησε για κάτι πρώτος, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θροος / θρους (< θροῦς < θρέομαι «κραυγάζω, βγάζω φωνή»), πρβλ. πολύ θρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”