- πολύ-θυτος
πολύ-θυτος, mit od. von vielen Opfern; ἔρανος, πομπαί, Pind. P. 5, 72 N. 7, 47; τιμά, ἄλσος, Eur. Heracl. 777 I. A. 185; σφαγαί, Soph. Trach. 753.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-θυτος, mit od. von vielen Opfern; ἔρανος, πομπαί, Pind. P. 5, 72 N. 7, 47; τιμά, ἄλσος, Eur. Heracl. 777 I. A. 185; σφαγαί, Soph. Trach. 753.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύθυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό θυτος, καλλί θυτος] … Dictionary of Greek
πάνθυτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ αὖ πάνθυτα θέσμι ἐξήνυσ «, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ θυτος] … Dictionary of Greek