- πολύ-νιφος
πολύ-νιφος, = Vorigem, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-νιφος, = Vorigem, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύνιφος — ον, Α ο πολυνιφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νιφος (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. δύσ νιφος] … Dictionary of Greek