- πολύ-νευρον
πολύ-νευρον, τό, ein Kraut, sonst ἀρνόγλωσσον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-νευρον, τό, ein Kraut, sonst ἀρνόγλωσσον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυνευρίτιδα — η, Ν ιατρ. πάθηση τού περιφερειακού νευρικού συστήματος, η οποία χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη και συμμετρική προσβολή πολλών νευρικών στελεχών και συνδυάζει χαλαρή παράλυση τών άκρων με κατάργηση τών οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, με… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
νευροσιδηρούς — νευροσιδηροῡς, ᾱ, οῡν (Α) αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς] … Dictionary of Greek
νευρόνοσος — νευρόνοσος, ον (Α) αυτός που έχει πάθηση τών νεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + νοσος (< νόσος), πρβλ. ά νοσος, πολύ νοσος] … Dictionary of Greek
νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… … Dictionary of Greek
νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… … Dictionary of Greek
νευρώδης — ες (ΑΜ νευρώδης, ῶδες) [νεύρον] 1. γεμάτος νεύρα, μυώδης 2. δυνατός, ισχυρός νεοελλ. πολύ έντονος, γεμάτος ζωτικότητα («νευρώδες ύφος») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νευρῶδες α) το σημείο τού σώματος που έχει πολλά νεύρα β) το νευρικό σύστημα … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
πολύνευρος — η, ο / πολύνευρος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος] … Dictionary of Greek