- πολύ-μικτος
πολύ-μικτος, = πολυμιγής, Orph. 9, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-μικτος, = πολυμιγής, Orph. 9, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύμικτος — ον, Α ο πολυμιγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μικτός (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. πάμ μικτος] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
θυγατρομιξία — θυγατρομιξία, ἡ (Α) πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + μιξία (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιξία, πολυ μιξία] … Dictionary of Greek