πολύ-κτηνος

πολύ-κτηνος

πολύ-κτηνος, reich an Besitz, bes. an Heerden, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκτηνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλά κτήνη, μεγάλα κοπάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτῆνος, τὸ] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… …   Dictionary of Greek

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… …   Dictionary of Greek

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • Ζολά, Εμίλ — (Émile Zola, Παρίσι 1840 – 1902). Γάλλος μυθιστοριογράφος από Ελληνίδα μητέρα. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στην Εξ αν Προβάνς. Αργότερα, πήγε στο Παρίσι, όπου όμως δεν μπόρεσε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως υπάλληλος στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”