- πολύ-κτητος
πολύ-κτητος, viel besitzend; δόμοι, Eur. Andr. 769; Luc. Fugit. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κτητος, viel besitzend; δόμοι, Eur. Andr. 769; Luc. Fugit. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
πολύκτητος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, μεγάλη περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτητός (< κτῶμαι «αποκτώ»), πρβλ. αξιό κτητος] … Dictionary of Greek
παγκτησία — παγκτησία, ἡ (Α) παντελής κατοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κτησία (< κτήσιος < κτητός < κτῶμαι), πρβλ. πολυ κτησία] … Dictionary of Greek