- πολύ-κτιτος
πολύ-κτιτος, viel bauend, schaffend, Orph. H. 9, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κτιτος, viel bauend, schaffend, Orph. H. 9, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκτιτος — ον, Α αυτός που κτίζει, που κατασκευάζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτιτος, ρηματ. επί θ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek