πολύ-κρῑθος

πολύ-κρῑθος

πολύ-κρῑθος, reich an Gerste, bei E. M. Erkl. zum Folgdn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκριθος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει πολύ, άφθονο κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό κριθος, ομοιό κριθος] …   Dictionary of Greek

  • εύκριθος — εὔκριθος, ον (Α) αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάρι («εὔκριθος ἀλωά» αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος)] …   Dictionary of Greek

  • ισόκριθος — ἰσόκριθος, ον (Α) ίσος με κριθάρι στην τιμή («τοῡ δ οἴνου τὸν μετρητὴν ἰσόκριθον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * κριθος (< κριθή), πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”