- πολύ-ευκτος
πολύ-ευκτος, viel od. sehr gewünscht; ὄλβος, Aesch. Eum. 509; χρυσός, Xen. Cyr. 1, 6, 45; Luc. Cyn. 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-ευκτος, viel od. sehr gewünscht; ὄλβος, Aesch. Eum. 509; χρυσός, Xen. Cyr. 1, 6, 45; Luc. Cyn. 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγάλευκτος — μεγάλευκτος, ον (Α) πολύ επιθυμητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ευκτος (< εὔχομαι), πρβλ. πολύ ευκτος] … Dictionary of Greek
πολύευκτος — I Χαλκοπλάστης από την Αθήνα, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως είχε κατασκευάσει μεγάλο ανδριάντα του ρήτορα Δημοσθένη, που είχε τοποθετηθεί κοντά στο ιερό του Άρη και στον βωμό των Δώδεκα θεών το 280 π.Χ.,… … Dictionary of Greek