- πολύ-χρως
πολύ-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, = πολύχροος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, = πολύχροος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
μονόχρως — μονόχρως, ων (Α) μονόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός («χρώμα»), πρβλ. λευκό χρως, πολύ χρως] … Dictionary of Greek
ομόχρως — ὁμόχρως, ων (Α) ομόχρωμος, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρως, πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολύχρως — ων, Α αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρως, λευκό χρως] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
μονόχρους — μονόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρους (< χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, πολύ χρους] … Dictionary of Greek
παντόχρους — ουν και οος, οον, ΜΑ αυτός που έχει όλα τα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + χρους / χροος (< χρώς, χροός / χρωτός), πρβλ. πολύ χρους] … Dictionary of Greek
πολυχροϊσμός — και πολυχρωισμός, ο, Ν πλεοχροϊσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polychroism < πολυ * + χρο / χρω (< χρώς «χρώμα») + κατάλ. ism (πρβλ. ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αντ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
πολύχρους — ουν, ΝΑ, και πολύχροος, η, ο, Ν, και πολύχροος, οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό χρους] … Dictionary of Greek
τρίχρους — ουν, ΝΑ, και τρίχροος, οον, Α (λόγιος τ.) τρίχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρους (< χρως, χρωτός «χρώμα» επιδερμίδα»), πρβλ. πολύ χρους] … Dictionary of Greek