- πολύ-χρωμος
πολύ-χρωμος, = Vorigem, Maneth. 5, 248.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-χρωμος, = Vorigem, Maneth. 5, 248.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόχρωμος — η, ο (Μ ἑτερόχρωμος, ον) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
εφτάχρωμος — η, ο 1. αυτός που έχει επτά χρώματα, επτάχρωμος 2. συνεκδ. η ίριδα, το ουράνιο τόξο («το εφτάχρωμο δοξάρι τ ουρανού», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. δί χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
θαλασσόχρωμος — η, ο και θαλασσόχρους, ουν αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
ιδιόχρωμος — η, ο (ΑΜ ἰδιόχρωμος, ον) αυτός που έχει δικό του φυσικό χρώμα αρχ. αυτός που διατηρεί ανεξίτηλο το χρώμα του, αυτός που δεν ξεθωριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
ισόχρωμος — η, ο ομοιόχρωμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
μονόχρωμος — η, ο (Α μονόχρωμος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
ομόχρωμος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρωμος — η, ο / ποικιλόχρωμος, ον, ΝΑ αυτός που παρουσιάζει ποικιλία χρωμάτων, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
πολύχρωμος — η, ο / πολύχρωμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολυχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ *. + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. ομό χρωμος] … Dictionary of Greek
полихро́мия — и полихромия, и, ж. иск. Многоцветность произведений декоративно прикладного искусства, скульптуры и архитектуры. Полихромия в декорации фасадов. [От греч. πολυχρωμος многоцветный] … Малый академический словарь
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek