- πολύ-φῡλος
πολύ-φῡλος, von vielen Stämmen, Geschlechtern; Timon bei Ath. I, 22 d; Orph. H. 60, 2. 61, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φῡλος, von vielen Stämmen, Geschlechtern; Timon bei Ath. I, 22 d; Orph. H. 60, 2. 61, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφυλος — η, ο / πολύφυλος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές 2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό φυλος, ομό φυλος] … Dictionary of Greek
ολόφυλος — ὁλόφυλος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ὁλόκληρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φῦλον (πρβλ. πολύ φυλος)] … Dictionary of Greek