- πολύ-φοιτος
πολύ-φοιτος, viel hin- u. herschweifend, Mus. 181, ξεῖνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φοιτος, viel hin- u. herschweifend, Mus. 181, ξεῖνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφοιτος — ον, Α αυτός που συχνάζει πολύ σε ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. νεό φοιτος] … Dictionary of Greek
ομόφοιτος — ὁμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ φοιτος] … Dictionary of Greek
υγρόφοιτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ὑγροπόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. πολύ φοιτος] … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek