πολύ-φημος

πολύ-φημος

πολύ-φημος, viel redend; ἀοιδός, der Sänger, der viel Sagen kennt, liederreich, Od. 22, 376; auch viel schreiend, vom Frosch, Batrach.; – ἀγορή, Od. 2, 150, wo viel geredet wird, der von vielen Stimmen ertönende, laute Markt, vgl. Or. bei Her. 5, 79; ὁδός, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 2); ἑορτά, Alcm. bei Ath. XI, 499 a. – Auch wovon viel geredet, gesprochen wird, viel berufen, berühmt od. berüchtigt. – Vgl. das dor. πολύφαμος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάμφημος — πάμφημος, ον (Α) (κατά τον Ζωναρ.) αυτός που λέγει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …   Dictionary of Greek

  • παλίμφημος — παλίμφημος, ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, ον) 1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» η παλινωδία, Ευρ.) 2. κακόφημος, δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …   Dictionary of Greek

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • ψευδόφημος — ον, Α αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρφημος — ον, Μ αυτός που υπερβαίνει τη φήμη όλων τών άλλων, πολύ φημισμένος, πολύ ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φήμος (< φήμη), πρβλ. περί φημος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”