- πολύ-φορβος
πολύ-φορβος, nahrungsreich, viele nährend; γαῖα, Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φορβος, nahrungsreich, viele nährend; γαῖα, Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόφορβος — μονόφορβος, ον (Α) αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβος μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύ φορβος] … Dictionary of Greek
μυόφορβος — μυόφορβος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που τρέφεται με ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + φόρβος (< φορβή < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. πολύ φορβος] … Dictionary of Greek
πάμφορβος — πάμφορβος, όρβη, ον (ΑΜ) αυτός που τρέφει τους πάντες («παμφόρβη παλάμη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φορβος (< φορβή), πρβλ. πολύ φορβος] … Dictionary of Greek
πολύφορβος — ον, και πολύφορβος, η, ον, Α 1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή 2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονό φορβος] … Dictionary of Greek