- πολύ-φωτος
πολύ-φωτος, lichtreich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φωτος, lichtreich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πολίτης, Φώτος — (Αθήνα 1890 – 1934). Έλληνας κριτικός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Γιος του Νικολάου Πολίτη, δέχτηκε έως ένα σημείο την επίδρασή του στον ιδεολογικό και θεωρητικό προσανατολισμό του. Από νεαρή ηλικία τον τράβηξε το θέατρο. Όταν, μετά το… … Dictionary of Greek
πολύφωτος — η, ο / πολύφωτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.) 2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως 3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» πολυκάντηλα) 4. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
καλόφωτος — καλόφωτος, ον (Μ) αυτός που φωτίζει καλά, λαμπερά, που διαχέει λαμπρό φως («σελήνη μου καλόφωτε», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. ετερό φωτος, πολύ φωτος] … Dictionary of Greek
ηλιόφωτος — η, ο 1. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο 2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόφωτο το φως τού ήλιου, το ηλιόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φωτος (< φως), πρβλ. λειψί φωτος, πολύ φωτος] … Dictionary of Greek
τρισσοφεγγόφωτος — ον, Μ τρισσοφεγγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσοφεγγής + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. πολύ φωτος] … Dictionary of Greek
τρισσόφωτος — ον, Μ αυτός που εκπέμπει τριπλό φώς, από τρεις πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + φωτός (<φῶς, φωτός), πρβλ. πολύ φωτος] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek