- πολύ-φωνος
πολύ-φωνος, vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φωνος, vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμερόφωνος — ἱμερόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύ φωνος, πολύ φωνος] … Dictionary of Greek
ομόφωνος — η, ο (ΑΜ ὁμόφωνος, ον) 1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.) 2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πολύφωνος — η, ο / πολύφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους νεοελλ. μουσ. σχετικός με την πολυφωνία αρχ. 1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος 2. αυτός που μιλάει… … Dictionary of Greek
μονόφωνος — η, ο (Α μονόφωνος, ον) νεοελλ. μουσ. αυτός που εκτελείται ή τραγουδιέται από μία μόνο φωνή ή από περισσότερες αλλά σε ταυτοφωνία, όπως τα μανιάτικα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια αρχ. (για τους κωφάλαλους) αυτός που έχει ή εκπέμπει μία μόνο … Dictionary of Greek
παντόφωνος — ον, Α αυτός που αποδίδει κάθε ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ φωνος] … Dictionary of Greek
ποικιλόφωνος — –η, ο / ποικιλόφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους μσν. αρχ. μτφ. ποικιλόμυθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ φωνος] … Dictionary of Greek
ταχύφωνος — ον, Α αυτός που μιλάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ φωνος] … Dictionary of Greek
τετράφωνος — η, ο, Ν 1. αυτός που εκτελείται με τέσσερεις φωνές ή με ήχο τεσσάρων οργάνων 2. φρ. α) «τετράφωνη συγχορδία» μουσ. η συνήχηση τεσσάρων φθόγγων τού θεμελίου, τού μέσου, τής κορυφής και σε επανάληψη τού θεμελίου κατά μία ογδόη υψηλότερα β)… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
ξυλόφωνο — Κρουστό μουσικό όργανο. Συνίσταται από πλήκτρα (ταστιέρα) που σχηματίζονται από μικρές ξύλινες πλάκες που ηχούν κτυπώμενες από δύο μπαγκέτες (ξύλινα ραβδιά) και δίνουν μια σειρά φθόγγων, έκτασης από δύο έως τέσσερις οκτάβες. Αρχικά τοποθετούσαν… … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek