- πολύ-φυλλος
πολύ-φυλλος, vielblätterig; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φυλλος, vielblätterig; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφυλλος — η, ο / πολύφυλλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά φύλλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύφυλλος γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ολιγό φυλλος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια,… … Dictionary of Greek
σπανόφυλλος — ον, Α (για έλατο, πεύκο και άλλα δέντρα) αυτός που δεν είναι πλατύφυλλος, ο βελονόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πολύ φυλλος] … Dictionary of Greek
μικρόφυλλος — η, ο (Α μικρόφυλλος και σμικρόφυλλος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφυλλο (θοτ.) πολύ μικρό φύλλο με μια μόνο νεύρωση, το οποίο είναι χαρακτηριστικό πολλών κατώτερων φυτών, όπως λ.χ. τών λυκοποδίων και τών βρυοφύτων αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ριζόφυλλος — η, ο / ῥιζόφυλλος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιό φυλλος] … Dictionary of Greek