- πολύ-φυτος
πολύ-φυτος, pflanzen- od. kräuterreich, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-φυτος, pflanzen- od. kräuterreich, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφυτος — ον, Α αυτός που έχει πολλά φυτά, κατάφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυτός (< φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ φυτος, νεό φυτος] … Dictionary of Greek
πρωτόφυτος — η, ο / πρωτόφυτος, ον, ΝΑ πρωτοφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυτός (< φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολύ φυτος] … Dictionary of Greek
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek