- πολύ-τρῡτος
πολύ-τρῡτος, sehr ermüdet, Schol. Soph. Ai. 799.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-τρῡτος, sehr ermüdet, Schol. Soph. Ai. 799.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύτρυτος — ον, Α πάρα πολύ κουραστικός, πολύ κοπιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρυτος (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ»)] … Dictionary of Greek