πολύ-τροφος

πολύ-τροφος

πολύ-τροφος, sehr od. stark genährt, fett, gemästet; Theophr.; Plut. Lyc. 17; – mit verändertem Tone πολυτρόφος, sehr nährend, nahrhaft, z. B. οἶνος, Ath. VI, 298 c, öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυτρόφος — ον, Α (με ενεργ. σημ.) 1. αυτός που παρέχει άφθονη τροφή 2. πολύ θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • πολύτροφος — ον, Α (με παθ. σημ.) πολύ θρεμμένος, παχύς, εύσαρκος («αἱ δὲ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι διὰ βάρος ἀντιβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. υγρό τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτρόφος — ο / πρωτοτρόφος, ον, ΝΑ νεοελλ. βιολ. όρος που αναφέρεται στα βακτήρια που μπορούν να συνθέσουν όλους τους μεταβολίτες οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την αύξησή τους αρχ. 1. αυτός που ανατρέφει το πρώτο του παιδί 2. αυτός που τρέφει τον πρώτο του… …   Dictionary of Greek

  • πρωτότροφος — ον, Α αυτός που τράφηκε πρώτος («πρωτότροφος κριός», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. πολύ τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρότροφος — λιπαρότροφος, ον (Α) αυτός που τόν έχουν ταΐσει πάρα πολύ, εύσαρκος, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπός» + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ολιγό τροφος] …   Dictionary of Greek

  • μελισσοτρόφος — ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος αρχ. ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).… …   Dictionary of Greek

  • ολιγότροφος — η, ο και ολιγοτροφικός, ή, ό (Α ολιγότροφος, ον) αυτός που τρώει λίγο νεοελλ. 1. βοτ. οικολ. α) (για περιβάλλον) φτωχός σε θρεπτικά στοιχεία β) (για φυτά) ικανός να αναπτυχθεί σε πολύ φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία περιβάλλον 2. το αρσ. ως ουσ. γένος …   Dictionary of Greek

  • αγητός — (6ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Αλκείδου και φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Αρίστωνος. Ο Ά. είχε νυμφευτεί μια από τις ωραιότερες γυναίκες του Άργους, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ως βρέφος πολύ άσχημη, αλλά η τροφός της την πήγαινε… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”