- πλούτ-αρχος
πλούτ-αρχος, ὁ, Urheber des Reichthums, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλούτ-αρχος, ὁ, Urheber des Reichthums, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επαρκής — ές (Α ἐπαρκής, ές) 1. αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια ανάγκη, αρκετός («οὐσίαν... ταῑς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», Πλούτ.) 2. επίρρ. επαρκώς αρκετά, ικανοποιητικά αρχ. 1. βοηθητικός, χρήσιμος 2. (για φάρμακο) δραστικός, αποτελεσματικός. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
φύλαρχος — (3ος αι. π.Χ.)Έλληνας μυθογράφος και ιστορικός από τη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αθήνα τον 3o αι. π.Χ. Έγραψε τα μυθολογικά συγγράμματα Επιτομή μυθική, Περί ευρημάτων, Περί της Διός επιφανείας και ένα ιστορικό έργο σε 28 βιβλία με τον… … Dictionary of Greek