- πολύ-τρεπτος
πολύ-τρεπτος, viel umgewandt, veränderlich, Plut. def. or. 23 M. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-τρεπτος, viel umgewandt, veränderlich, Plut. def. or. 23 M. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεότρεπτος — θεότρεπτος, ον (Α) αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. ά τρεπτος, πολύ τρεπτος] … Dictionary of Greek
κακότρεπτος — κακότρεπτος, ον (Α) (για τον Αδάμ) αυτός που μπορεί να τραπεί προς το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. πολύ τρεπτος] … Dictionary of Greek
πολύτρεπτος — ον, Α ευμετάβλητος, ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρεπτός (< τρέπω), πρβλ. εύ τρεπτος] … Dictionary of Greek